ημίταγμα

ημίταγμα
το воен, полубатальон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ημίταγμα" в других словарях:

  • ημίταγμα — το στρ. δύναμη μισού τάγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τάγμα. Η λ. στον πληθ. ημιτάγματα μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»